- άοσμος
- [аозмос] εκ. лишённый запаха, лишённый обоняния,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ἄοσμος — having no smell masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άοσμος — η, ο (Α ἄοσμος, ον) αυτός που δεν αναδίδει οσμή … Dictionary of Greek
άοσμος — η, ο αυτός που δεν έχει οσμή: Το λουλούδι ήταν ωραίο αλλά άοσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀοσμότερον — ἄοσμος having no smell adverbial comp ἄοσμος having no smell masc acc comp sg ἄοσμος having no smell neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοσμότατον — ἄοσμος having no smell masc acc superl sg ἄοσμος having no smell neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄοσμον — ἄοσμος having no smell masc/fem acc sg ἄοσμος having no smell neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοσμοτάτῳ — ἄοσμος having no smell masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοσμότερα — ἄοσμος having no smell neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοσμότεραι — ἄοσμος having no smell fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόσμοις — ἄοσμος having no smell masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόσμων — ἄοσμος having no smell masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)